Σύντομη Ανάλυση: Βρετανοί Συντηρητικοί, πίσω στην αρχή με τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ιανουάριος 2013. Ο David Cameron, πρωθυπουργός της συμμαχικής κυβέρνησης Συντηρητικών και Φιλελεύθερων ανακοινώνει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με θέμα την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια προσπάθειά του να αποτρέψει τη μονοπώληση του θέματος από το ανερχόμενο εθνολαϊκιστικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP). To UKIP έχει ήδη καταφέρει να βγει από το περιθώριο πετυχαίνοντας αξιοσημείωτα ποσοστά στις Ευρωεκλογές του 2004 και του 2009 και το παραδοσιακά διχασμένο επί του ζητήματος Συντηρητικό Κόμμα αισθάνεται εγκλωβισμένο. Ο πρωθυπουργός επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως άλλωστε και το σύνολο της αντιπολίτευσης με εξαίρεση το UKIP, όμως η πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος στέκεται μάλλον απέναντί του. Είναι μια απόφαση με οδηγό την πολιτική επιβίωση του κόμματος. Είναι όμως μια απόφαση που διασώζει τελικά το Συντηρητικό Κόμμα;

 

Κάλπες και δημοσκοπήσεις στον δρόμο από το 2013 έως το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 δείχνουν ότι η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος λειτουργεί ως ούριος άνεμος για το UKIP. Το άλλοτε περιθωριακό κόμμα καταφέρνει τη νίκη στις Ευρωεκλογές  του 2014 με ποσοστό 27,5% και καταγράφει σημαντικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις της περιόδου 2014 – 2016.  Ωστόσο, μετρήσεις της κοινής γνώμης που θα ακολουθήσουν το δημοψήφισμα θα δείξουν σταδιακή πτώση της επιρροής του UKIP, το οποίο θα φτάσει να κυμαίνεται πλέον μεταξύ 3-6%, με τους περισσότερους ψηφοφόρους του (περίπου 6 στους 10) να επιστρέφουν στον παραδοσιακό τους πολιτικό χώρο, στους Συντηρητικούς. Ο στόχος του UKIP είχε επιτευχθεί και η ψήφος προς αυτό ήταν πλέον περιττή. Οι Συντηρητικοί είχαν διασωθεί.

 

Δεκέμβριος 2018. Ο πολιτικός ανταγωνισμός αφορά πλέον τη διαχείριση της εξόδου. Ο υπερασπιστής της παραμονής πρωθυπουργός David Cameron και ο υπερασπιστής της εξόδου και αρχηγός του UKIP, Nigel Farage, έχουν αποσυρθεί από την πολιτική ζωή, αλλά οι πληγές που άνοιξε η επικράτηση της εθνοκεντρικής ατζέντας και η διαδικασία του Brexit παραμένουν ανοιχτές. Η επούλωση τους από την σημερινή συντηρητική πρωθυπουργό Theresa May, η οποία επίσης στήριξε την παραμονή, δεν μοιάζει εύκολη υπόθεση, αν και στα μάτια των περισσότερων Βρετανών μοιάζει η λιγότερο κακή επιλογή μεταξύ των προσώπων που μπορούν να διαχειριστούν τις διαπραγματεύσεις εξόδου της χώρας από την Ε.Ε. Και η διαχείριση των διαπραγματεύσεων εξόδου είναι αυτή που σήμερα αποτελεί το κεντρικό διακύβευμα γύρω από το οποίο συγκροτείται η πολιτική συζήτηση στη χώρα, με τους Συντηρητικούς να προσβλέπουν πλειοψηφικά σε μια εξ’ ολοκλήρου αποδέσμευση, χωρίς επιμέρους συμβιβασμούς (hard Brexit) και τους Εργατικούς, τη μειοψηφία των Συντηρητικών και τα μικρότερα κόμματα να προτάσσουν, αν όχι την διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος με στόχο την ανατροπή της ετυμηγορίας του πρώτου, σίγουρα μια σχετικά πιο ήπια μορφή αποχώρησης με ειδικές συμφωνίες ως προς την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών (soft Brexit).

 

Πρόκειται για μια πολιτική συζήτηση την οποία οι περισσότεροι Βρετανοί θα προτιμούσαν να μην είχαν αρχίσει καν, όπως φανερώνουν οι σημερινές μετρήσεις, με την πλειοψηφία τους να απαντάει (περίπου 6 στους 10) ότι αν διεξάγονταν εκ νέου δημοψήφισμα θα επέλεγαν την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. Η κοινή γνώμη δηλώνει ότι  οι βουλευτές πρέπει να αρνηθούν το προτεινόμενο από την May deal εξόδου, είτε γιατί είναι πολύ ήπιο, είτε γιατί προσβλέπουν στην πιθανότητα να οδηγηθεί σε αποτυχία η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να προκηρυχθεί ίσως ένα νέο δημοψήφισμα που θα ανατρέψει το αποτέλεσμα του προηγούμενου. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov και της Kantar Public τα ποσοστά αποδοχής της πρότασης May μεταξύ των ψηφοφόρων των Εργατικών και των Φιλελεύθερων είναι λίγο πάνω από 10%, ενώ μεταξύ αυτών του Συντηρητικού Κόμματος αγγίζουν το 52%, δηλαδή τη μισή εκλογική βάση της οποίας την ψήφο θα επιδιώξει αργά ή γρήγορα να ξανακερδίσει. Το Συντηρητικό Κόμμα είναι λοιπόν και πάλι διχασμένο. «Είμαστε και πάλι στο ίδιο σημείο, έχοντας στο ενδιάμεσο οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης», θα μπορούσε βάσιμα να πει κάποιος. Και τώρα;

 

Από την πλευρά της, η May δείχνει να πιστεύει ότι το κλειδί της νίκης στις επόμενες εκλογές βρίσκεται στην υλοποίηση της απόφασης εξόδου και άρα σεβασμού της λαϊκής ετυμηγορίας, με την οποία όμως η ίδια δε συμφωνεί, ενισχύοντας έτσι και τους προσωπικούς δείκτες εντιμότητας αλλά και τη δημοκρατικότητα του προφίλ της. Από την άλλη οι Εργατικοί, υπό τον ριζοσπάστη Jeremy Corbyn, εκτιμούν πως με το πέρασμα του χρόνου η συζήτηση γύρω από την διαχείριση της διαδικασίας εξόδου από την Ε.Ε θα έχει ξεθωριάσει και τη θέση της θα έχει πάρει το ερώτημα του ποιος πραγματικά εκφράζει τη λαϊκή βούληση και ποιος την προδίδει. Η αφετηρία δηλαδή στις εκτιμήσεις και των δύο στρατοπέδων ομοιάζει αρκετά, με την κρίσιμη όμως διαφορά ότι ο Corbyn, χωρίς την ωρολογιακή βόμβα στα δικά του χέρια επιχειρεί από τώρα να καθορίσει το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, εστιάζοντας στις σχέσεις εκπροσώπησης μεταξύ των πολιτικών ελίτ και της κοινωνίας, ενώ η May δεδομένου του επιπρόσθετου βάρους της άμεσης λήψης αποφάσεων, επιχειρεί να λύσει μια πιο δύσκολη εξίσωση.

 

Η βρετανίδα πρωθυπουργός μοιάζει ότι προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία εντός του κόμματος της, να κερδίσει πολύτιμο χρόνο ώστε να αμβλυνθεί η θυμική διάσταση της πολιτικής συμπεριφοράς που εν πολλοίς οδήγησε στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος αλλά και παράλληλα να μην αποκοπεί από την κοινωνική της βάση, με την οποία όμως διαφωνεί. Αυτή η άσκηση ισορροπίας είναι εν τέλει που φαίνεται να προκαλεί διστακτικότητα (αν όχι σκόπιμη χρονοτριβή) στις επιλογές της May που σχετίζονται με το Brexit, όπως η πρόσφατη αναβολή της κοινοβουλευτικής συζήτησης γύρω από την έγκριση ή μη του νομοσχεδίου που εμπεριέχει τους όρους της συμφωνίας εξόδου. Και η βρετανίδα πρωθυπουργός γνωρίζει πως η πάροδος του χρόνου -παρά τα όσα για άλλους λόγους διαπραγματευτικής κυρίως φύσης υποστηρίζουν οι ηγέτες της Ε.Ε- μάλλον εξυπηρετεί την προοπτική μιας πιο soft εκδοχής του Brexit ή ακόμα και μιας συνολικής ανατροπής του, όπως άλλωστε δείχνουν και οι τελευταίες εκθέσεις των επενδυτικών οίκων JP Morgan και Goldman, οι οποίες αύξησαν τις πιθανότητες μιας ανατροπής της διαδικασίας του Brexit από 20% σε 40%.Το τέλος της ιστορίας δεν είναι διόλου βέβαιο και το ευρωπαϊκό ζήτημα είναι πιθανό να «καταπιεί» έναν ακόμα ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος.

Σχετικά Άρθρα