Συνέντευξη στην Εφημερίδα Εποχή: Ανάλυση του αποτελέσματος των εσωκομματικών εκλογών του Κινήματος Αλλαγής

Άγγελος Σεριάτος, Επικεφαλής Πολιτικών & Κοινωνικών Ερευνών

Οι εκλογές ανάδειξης νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ ολοκληρώνονται -ουσιαστικά- αύριο, Κυριακή, με τον δεύτερο γύρο. Γιατί αναδείχθηκε πρώτος και με μεγάλη διαφορά ο Ν. Ανδρουλάκης;

Ο κ. Ανδρουλάκης απέκτησε προβάδισμα από τον πρώτο γύρο γιατί πρώτον είχε την καλύτερη προεκλογική στρατηγική, δεύτερον ήταν το πρόσωπο που μπορούσε πολιτικά να συσπειρώσει τα μεγαλύτερα ακροατήρια εντός και πέριξ του ΚΙΝΑΛ και τρίτον είχε τον πιο ισχυρό μηχανισμό εντός του κόμματος. Κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιμονή του στο τρίπτυχο «πολιτικό αυτονομία – ενότητα – ανανέωση». Γνώριζε πως αυτά ήταν τα στοιχεία, που θα του εξασφάλιζαν την ψήφο στη βάση του φόβου για εκλογή είτε του Λοβέρδου είτε του Παπανδρέου, οι οποίοι έκλειναν εκατέρωθεν το μάτι στη ΝΔ ή στον ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά είναι και το οργανωτικό: ο κ. Ανδρουλάκης επένδυε με μεθοδικότητα χρόνια τώρα στην οικοδόμηση ενός ισχυρού μπλοκ εντός του κόμματος.

Η προσέλευση ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αφού αυξήθηκε κατά 30% με τις αντίστοιχες εσωκομματικές εκλογές του 2017. Γιατί αυτή η κινητοποίηση;

Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε προσδοκία, ακόμα και με βάση τις εκτιμήσεις των επιτελείων των υποψηφίων. Η μαζικοποίηση της διαδικασίας αναμφίβολα προσφέρει σημαντική δυναμική στο ΚΙΝΑΛ που δυνητικά μπορεί να αξιοποιηθεί. Η μαζική προσέλευση οφείλεται σε μια σειρά από λόγους που σχετίζονται με τον αιφνίδιο χαμό της ηγέτιδας του κόμματος, ο οποίος ενεργοποίησε συναισθηματικά μερίδα φίλων του κόμματος, με την ιστορικότητα του ΠΑΣΟΚ αλλά και με την συνολικά επιτυχημένη οργανωτική δουλειά των υποψηφίων. Και για έναν ακόμα, ωστόσο, πιο ιδιαίτερο λόγο: τον φόβο ότι ένας υποψήφιος με δεξιόστροφα χαρακτηριστικά, ενδεχομένως να αναλάμβανε την επόμενη μέρα τα ηνία του κόμματος.

Οι εκλογές παρουσιάστηκαν από τα συστημικά μίντια ως ένα μείζον πολιτικό γεγονός. Υπήρξε τελικά υπερπροβολή μιας εσωκομματικής διαδικασίας ή προκαλεί εξελίξεις στο κομματικό σύστημα;

Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα με ιστορικές ρίζες στην κοινωνία και υπό αυτή την έννοια οι εσωτερικές εκλογές του μετά από μια περιπετειώδη περίοδο μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας αναμφίβολα αποτέλεσαν ένα σημαντικό γεγονός. Ωστόσο, όχι τόσο σημαντικό, ώστε η «ώρα ΠΑΣΟΚ» να διαρκέσει τόσο πολύ, κατακλύζοντας σε τέτοιο βαθμό τη μιντιακή ατζέντα. Νομίζω ότι δόθηκε υπερβολική προβολή σε αυτές τις εκλογές, με πολλές και πυκνές μετρήσεις της κοινής γνώμης, αμφίβολης προβλεπτικής ικανότητας λόγω κυρίως της αδυναμίας καθορισμού του υπό μελέτη πληθυσμού. Οι εταιρείες πολιτικών ερευνών θα έπρεπε με σθένος και τρόπο ενιαίο να μην υποκύψουν στις ασφυκτικές πιέσεις των ΜΜΕ για δημοσιοποίηση αμφιλεγόμενης ποιότητας ευρημάτων.

Όπως και να έχει, οι δημοσκοπήσεις διαψεύστηκαν, για μια ακόμα φορά. Από τη μία, οι πολίτες μπορούν να βγάλουν το συμπέρασμα ότι έγινε προσπάθεια χειραγώγησης της διαδικασίας, και, από την άλλη, οι εταιρείες δεν προφύλαξαν το κύρος τους.

Στο δεύτερο θα συμφωνήσω απόλυτα. Δεν διαφυλάχθηκε σε καμία περίπτωση το κύρος των εταιρειών, καθώς ακόμα και αυτές που παρουσίασαν εκτιμήσεις με διαφορετικές εκδοχές του τελικού εκλογικού σώματος –που αποτελούσε μια ελάχιστη εγγύηση αξιοπιστίας– ήταν ελάχιστες. Στο πρώτο σκέλος, ωστόσο, θα διαφωνήσω. Γνωρίζουμε  –οπότε έγινε ανοήτως, αν έγινε– ότι όταν παρουσιάζεται κάποιος υποψήφιος ή κόμμα ως πρώτο δεν λειτουργεί με βεβαιότητα ενισχυτικά προς αυτόν τον υποψήφιο ή αυτό το κόμμα. Σας θυμίζω το παράδειγμα των μετρήσεων πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, όπου η πλειοψηφική δημοσκοπική καταγραφή του «Ναι» δεν οδήγησε και σε πραγματική καταγραφή του, ενώ μάλλον ενίσχυσε το ρεύμα του «Όχι». Στην προκειμένη περίπτωση, δημιουργήθηκε μία αίσθηση ότι ο κ. Λοβέρδος είχε τη στήριξη του συστήματος και για αυτό το λόγο ευνοούταν δημοσκοπικά. Ωστόσο, η καταγραφή του ως πρώτου μεταξύ των υποψηφίων, όπως αποδείχθηκε προκάλεσε αντι-συσπείρωση και όχι ρεύμα νικητή.

Εκ του αποτελέσματος, μπορεί το ΚΙΝΑΛ να είναι ρυθμιστής του πολιτικού παιχνιδιού; Είναι ένα βήμα σταθεροποίησης του κεντρώου χώρου;

Το σημαντικότερο είναι ότι το ΚΙΝΑΛ κατάφερε να μαζικοποιήσει μια εσωκομματική διαδικασία και να την κάνει υπόθεση πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό αναμφίβολα θα δώσει στο ΚΙΝΑΛ μία νέα δυναμική, η οποία μπορεί να το καταστήσει ρυθμιστικό πολιτικό παίκτη την επόμενη μέρα. Ουσιαστικά, δίνεται μία μεγάλη ευκαιρία στο κόμμα να σταθεροποιηθεί ως τρίτη διακριτή δύναμη. Προφανώς, ένα τρίτο  κόμμα, ιδίως σε κομματικά συστήματα όπως το ελληνικό, θα τείνει πάντοτε να συμπιέζεται από τους δύο βασικούς πόλους, που εκφράζουν την τομή Αριστερά – Δεξιά. Ωστόσο, αν το κόμμα αξιοποιήσει την ευκαιρία και λάβει διψήφιο ποσοστό στις βουλευτικές εκλογές θα μπορεί με τη δική του ατζέντα να καθορίσει το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της επόμενης κυβέρνησης. 

Αίρεται, πια, το πρόβλημα ενότητας που είχε;

Όχι ακριβώς. Αυτή η διαδικασία απέδειξε ότι ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που βρίσκονται εντός του ΚΙΝΑΛ και πέριξ αυτού δεν επιθυμούν να αποτελεί το κόμμα ουρά του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ. Θέλουν έναν διακριτό, μετριοπαθή και κεντρώο πολιτικό κόμμα. Αυτό, ωστόσο, δημιουργεί νέα προβλήματα, υπό την έννοια ότι εκ των πραγμάτων θα πρέπει να τοποθετηθεί το κόμμα με κρυστάλλινες θέσεις σε ζητήματα της περιόδου που αφορούν το κράτος, την εκπαίδευση, τη διαχείριση του προσφυγικού, την εξωτερική πολιτικής κ.λπ. Η εξαιρετικά πιθανή εκλογή του κ. Ανδρουλάκη δεν λύνει αυτόματα το πρόβλημα, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη πως ως υποψήφιος δεν είχε εξαιρετικά σαφείς θέσεις στα ζητήματα της περιόδου.

Το ερώτημα που μπαίνει επιτακτικά σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ σε πολιτικά τραπέζια είναι αν το ΚΙΝΑΛ θα είναι κυβερνητικός εταίρος. Πρόκειται για δίλημμα;

Προσώρας όχι. Κάτι τέτοιο δεν θα απασχολήσει σε πρώτη φάση το κόμμα, ιδίως εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης εκλεγεί τελικά νέος πρόεδρος. Εκτιμώ πως το επόμενο διάστημα δεν θα επιδιώξει να απαντήσει στο ερώτημα της συγκυβέρνησης, αλλά να δημιουργήσει μια πολιτική πλατφόρμα επί της οποίας θα κληθούν αργά ή γρήγορα να βρουν σημεία επαφής τα δύο μεγάλα κόμματα, δεδομένης της πιθανότητας να μη σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση στις επερχόμενες εκλογές. Και νομίζω πως αυτή η στάση αποτελεί μια έξυπνη στρατηγική που διασφαλίζει για ένα διάστημα την απαραίτητη ενότητα στο ΚΙΝΑΛ. Για να κυβερνηθεί ο τόπος την επόμενη μέρα τη βασική ευθύνη δεν την είχε ποτέ το τρίτο κόμμα.  

Η ανάγνωση της ΝΔ για τις εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ είναι ότι στέλνουν μηνύματα περί ανανέωσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάγνωση του ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα, λέει ότι στέλνουν μηνύματα στη ΝΔ σε σχέση με την απλή αναλογική και τις συμμαχίες. Ισχύουν και οι δύο αναλύσεις;

Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο καθαρά αν τις εκλογές κέρδιζε ο κ. Λοβέρδος ή ο κ. Παπανδρέου. Αν κέρδιζε ο κ. Λοβέρδος, βραχυπρόθεσμα θα ευνοείτο η ΝΔ γιατί θα αύξανε τις πιθανότητες συγκυβέρνησης και μακροπρόθεσμα θα της δημιουργούσε πρόβλημα, αφού η εκλογική βάση του ΚΙΝΑΛ και της ΝΔ θα λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Από την άλλη, αν εκλεγόταν ο κ. Παπανδρέου μακροπρόθεσμα δεν θα ευνοούταν ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι θα υπήρχαν αναμφίβολα μετακινήσεις μεταξύ των εκλογικών βάσεων των δύο κομμάτων, ενώ βραχυπρόθεσμα θα τον ευνοούσε, αφού θα δημιουργούνταν αυξημένες πιθανότητες για τη δημιουργία μιας προοδευτικής κυβέρνησης. Με την εκλογή, ωστόσο, του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος – ξαναλέω – δεν έχει αποτυπώσει με σαφήνεια το ιδεολογικό του στίγμα, είναι πολύ πρόωρο να πούμε αν θα ευνοηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ΝΔ.

Πράγματι, έχεις πει αρκετές φορές ότι ο Ανδρουλάκης βγήκε μπροστά χωρίς να έχει θέσεις, μήπως το γεγονός αυτό δίνει μαθήματα και στον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να πάρει ξεκάθαρες –και ενδεχομένως πιο αριστερές- θέσεις στα καίρια ζητήματα;

Αυτή τη στιγμή θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κυρίως δύο προβλήματα και κανένα από αυτά σε πρώτη φάση δεν αφορά το αν θα στραφεί στα αριστερά ή στο κέντρο. Το πρώτο είναι το πρόβλημα της αξιοπιστίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιολογείται ως προς το κριτήριο της συνέπειας με την επιείκεια που αξιολογούνται τα υπόλοιπα κόμματα λόγω της γενικευμένης αίσθησης ότι υστερεί σε αξιοπιστία, το οποίο φυσικά ως αντίληψη συντηρείται και ενισχύεται συστηματικά και από τα ΜΜΕ. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει ό,τι λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ριζοσπαστικό ή πιο μετριοπαθές, να το υποστηρίζει πειστικά και να πείθει ότι αν κυβερνήσει θα το υλοποιήσει. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι αδυνατεί να εμπνεύσει. Για να το καταφέρει θα πρέπει ως μηχανισμός να εκφράσει θέσεις τέτοιες που το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας θα μπορεί να οικειοποιηθεί και τελικά να προπαγανδίσει αυθόρμητα ως αναγκαία προοπτική.

Ποια είναι τα διδάγματα που θα πρέπει να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εσωκομματικές διαδικασίες στο ΚΙΝΑΛ;

Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος πως οι εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση για τον ΣΥΡΙΖΑ. Πέρα από το γεγονός πως ως κόμματα έχουν διαφορετική αντίληψη και κουλτούρα ως προς το τι είναι και πως λειτουργεί ένα πολιτικό κόμμα, δεν βρίσκονται και στην ίδια φάση. Το ΚΙΝΑΛ βρίσκεται –ακόμα– μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας και υπό αυτή την έννοια δεν είχε να προστατεύσει κάποιο κεκτημένο. Η πράγματι δηλαδή εντυπωσιακή προσέλευση των 270.000 ανθρώπων στις προεδρικές εκλογές ενός κόμματος του 8-10% ανοίγει δυνατότητες αλλά δεν εξασφαλίζει κάτι. Δεν είμαι δηλαδή σίγουρος πως η μαζικότητα μιας διαδικασίας με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ευθυγραμμίζει αυτόματα με το κόμμα και όσους συμμετείχαν σε αυτή. Νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δώσει περισσότερο έμφαση στην παραδοσιακή οργανωτική δουλειά, επαναφέροντας μια κουλτούρα τοπικής παρέμβασης, ενισχύοντας τους μηχανισμούς βάσης σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Επιτρέψτε μου να πω, πως τα στελέχη και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να σπαταλούν σημαντικές δυνάμεις στην επικοινωνία και στην αναπαραγωγή θέσεων σχεδόν αποκλειστικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παραμερίζοντας την αποδεδειγμένα πιο αποτελεσματική οργανωτική δουλειά που είναι από τα κάτω και δια ζώσης.

Σχετικά Άρθρα