Άρθρο στην ΕΦΣΥΝ: Πολιτικές Έρευνες Ανίχνευσης της Κοινής Γνώμης. Για τις Δυνατότητες και τα Όρια Ενός Πολύτιμου Εργαλείου

Άγγελος Σεριάτος, Επικεφαλής Πολιτικών & Κοινωνικών Ερευνών

Πιθανότατα οι βουλευτικές εκλογές της 7 ης Ιουλίου 2019 θα μείνουν στην ιστορία ως το κλείσιμο ενός
ταραγμένου δεκαετούς σχεδόν κύκλου του κομματικού συστήματος, σηματοδοτώντας την έναρξη
της πορείας προς την «κανονικότητα». Αναμφίβολα, σημαντικότερη ένδειξη ομαλοποίησης του
κομματικού συστήματος αποτελεί η επιστροφή των ποσοστών του δικομματισμού στα επίπεδα του
2009, δηλαδή κοντά στο 70%, καθώς και το ύψος της εκλογικής συμμετοχής, το οποίο
σταθεροποιήθηκε κατά τις τρείς τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις λίγο κάτω από το 60%.
Συμπληρωματικά, η αποφασιστική συμπίεση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και η εξαφάνιση
άλλων σχηματισμών «κομητών», όπως η Ένωση Κεντρώων, επαληθεύουν την υπόθεση ότι
διανύομε μια φάση «κανονικοποίησης» του κομματικού συστήματος. Προσώρας, από την οπτική
της Πολιτικής Επιστήμης το μόνο στοιχείο που δείχνει ότι το δικομματικό σύστημα είναι ακόμα
ατελές, είναι η μη απόλυτη κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του αριστερού πόλου. Αν και το
κόμμα της Αριστεράς πέτυχε δύο χρόνια νωρίτερα να ξεπεράσει το κατώφλι του 30%, το μεγάλο
μερίδιο αυτής της στήριξης δεν προέρχονταν κατά κύριο λόγο – όπως γνωρίζουμε μέσα από την
ανάλυση των δεδομένων (βλ. εθνική μετεκλογική έρευνα της Prorata, exit polls κ.α.) – από ένα
σταθερά ταυτισμένο μαζί του εκλογικό κοινό αλλά περισσότερο από εκλογείς που συσπειρώθηκαν
συγκυριακά και με κριτική διάθεση απέναντι στην προοπτική επανόδου της Δεξιάς στην κυβερνητική
εξουσία.

Δεδομένων των υφιστάμενων συνθηκών, κατά τις οποίες το ποσοστό των κομματικά ταυτισμένων
ψηφοφόρων μειώνεται στη μακρά διάρκεια, η κυβερνητική φθορά σταδιακά αυξάνεται και ο έτερος
προοδευτικός πυλώνας του δικομματισμού δεν καταφέρνει (για λόγους που αποτελούν αντικείμενο
μιας διαφορετικής συζήτησης) να συσπειρώσει με τρόπο μόνιμο μεγαλύτερες μερίδες ψηφοφόρων
του ιδεολογικού χώρου αναφοράς του, εύλογα το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου παραμένει
ιδιαίτερα υψηλό. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι βρισκόμαστε στη μέση ενός εκλογικού κύκλου, καθώς
οι τελευταίες εθνικές εκλογές διεξήχθησαν μόλις πριν από 1 χρόνο και 8 μήνες.
1 στους 5, σύμφωνα με τα ευρήματα του Σφυγμού του Απριλίου της Prorata δεν έχει σήμερα
εκλογική προτίμηση. Η ιδεολογική απόσταση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας αλλά
και ο μη βαθιά εμπεδωμένος νέος δικομματισμός δεν επιτρέπει την εύκολη τροφοδότηση του ενός
κόμματος από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του άλλου. Ως εκ τούτου, η δυσαρέσκεια
απέναντι σε κάποιο κόμμα που έχει κανείς ψηφίσει λίγους μήνες νωρίτερα δεν μεταφράζεται, ούτε
τόσο σύντομα αλλά ούτε και με βεβαιότητα, σε ψήφο προς τον έτερο πόλο ενός συστήματος με τα
χαρακτηριστικά του ελληνικού. Με άλλα λόγια, δεν δυσαρεστείται κανείς από (ή «γκρινιάζει» προς)
ένα κόμμα και με τρόπο αυτόματο αλλάζει την εκλογική του προτίμηση, δηλώνοντας πρόθεση
ψήφου προς ένα άλλο, εντελώς διαφορετικής ιδεολογικής κατεύθυνσης, κόμμα, όσο πειστικές – ή
όχι – κι αν είναι οι θέσεις του τελευταίου. Ωστόσο, κάτι το οποίο αναμφισβήτητα συμβαίνει, είναι ότι ο
βαθιά δυσαρεστημένος ψηφοφόρος μετακινείται σε πρώτη φάση προς την γκρίζα ζώνη,
καθιστώντας την ψήφο του αντικείμενο εκ νέου διεκδίκησης από τα πολιτικά κόμματα.
Έχει, ωστόσο, η δεξαμενή των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που
επιτρέπουν την διατύπωση υποθέσεων ως προς την μελλοντική εκλογική συμπεριφορά όσων την
απαρτίζουν; Σαφώς ναι. Σύμφωνα με τα ευρήματα της περιόδου, η μεγαλύτερη μερίδα των
αναποφάσιστων είχε στηρίξει το 2019 τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, με τους πρώτους να
αποτελούν – εδώ και λίγους μήνες – ελαφρώς μεγαλύτερο τμήμα της δεξαμενής των
αναποφάσιστων.

Από επιστημονική σκοπιά, μπορεί να κατανείμει κανείς τους αναποφάσιστους στην πρόθεση
ψήφου των κομμάτων; Οι απόψεις εδώ διίστανται, καθώς βιβλιογραφικά υπάρχουν αρκετές
προσεγγίσεις, μεταξύ των οποίων δύο ξεχωρίζουν. Άλλοι επιστήμονες και μελετητές ισχυρίζονται
ότι θα πρέπει να γίνεται μερική ή συνολική διάθεση των αναποφάσιστων μιας έρευνας πρόθεσης
ψήφου με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά (προηγούμενη ψήφος, πιθανότητα ψήφου προς κάποιο
κόμμα, αίσθηση κομματικής εγγύτητας, ιδεολογικός προσανατολισμός κ.α.) ώστε τα ευρήματα να
προσομοιάζουν στο αποτέλεσμα μιας μελλοντικής κάλπης, ενώ άλλοι είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί,
υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα επισφαλές, και ενδεχομένως να αποτελεί αυθαίρετη
ερμηνεία των δηλωμένων πολιτικών στάσεων, συμβάλλοντας σε μια κατεύθυνση απαξίωσης των
ερευνών της κοινής γνώμης. Για τους δεύτερους, η απάντηση «δεν έχω αποφασίσει τι θα ψηφίσω»
σημαίνει ακριβώς αυτό και όλα τα υπόλοιπα αποτελούν επιτυχημένες (ή όχι) εικασίες.
Η Prorata, βέβαια, όπως και άλλες εταιρείες και Ινστιτούτα στην Ελλάδα και τον κόσμο καταβάλλουν
σημαντικές προσπάθειες εκτίμησης της πιθανής εκλογικής συμπεριφοράς όχι μόνο όσων δηλώνουν
ρητά την πρόθεση τους να ψηφίσουν κάποιο πολιτικό κόμμα αλλά και των λεγόμενων
«αναποφάσιστων» ψηφοφόρων. Ενδεικτικά, η εταιρία μας σε μια προσπάθεια να συλλέξει τον
διάσπαρτο πλούτο πληροφοριών, κάνει συχνά παράλληλη χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου της
«δυνητικής εκλογικής επιρροής», ανιχνεύοντας την πιθανότητα εκλογικής στήριξης για κάθε ένα
ξεχωριστά κόμμα. Η χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου, που πρώτη στην Ελλάδα χρησιμοποίησε
η Prorata, επιτρέπει μεταξύ άλλων την καταγραφή ενός κατώτατου και ενός ανώτατου ποσοστιαίου
εκλογικού ορίου για κάθε κόμμα, ενώ παράλληλα δύναται να αποτυπώσει και τις δεύτερες σκέψεις
των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, μέσω της καταγραφής των διαφόρων κομμάτων που διεκδικούν
την ψήφο τους.

Η εταιρία μας ποτέ δεν συμμερίστηκε την άποψη ότι οι μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις είναι ο
ενδεδειγμένος τρόπος διενέργειας ερευνών και γι’ αυτό δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη συγκεκριμένη
τεχνική. Αντίθετα, αναζήτησε νέες και άνοιξε μεθοδολογικούς δρόμους που μέχρι πρότινος δεν
είχαν περπατηθεί στον ελληνικό χώρο, συνεργαζόμενη τα τελευταία χρόνια με ορισμένα από τα
σημαντικότερα παγκοσμίως Ινστιτούτα και Οργανισμούς Ερευνών και αναπτύσσοντας το πιο
αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού Panel, με δεκάδες χιλιάδες ενεργούς
χρήστες. Και φυσικά, αναμένουμε να ανοίξει δημόσια και ο σχετικός διάλογος γύρω από τα παλαιά
και νέα εργαλεία και για το πως και η χώρα μας θα ευθυγραμμιστεί με τη διεθνή εμπειρία στη
διενέργεια πολιτικών ερευνών της κοινής γνώμης.

Καταληκτικά, ο δείκτης της πρόθεσης ψήφου αλλά και η δυνητική εκλογική επιρροή αποτελούν
σημαντικά εργαλεία μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς. Αποτελεί, ωστόσο αυτοσκοπό η ακριβής
εκτίμηση ενός εκλογικού αποτελέσματος στην αρχή ή τη μέση ενός εκλογικού κύκλου; Είναι σε
τελική ανάλυση αυτή η δουλειά των πολιτικών ερευνών της κοινής γνώμης ή βασικό μας μέλημα θα
πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν πιο ακριβής αποτύπωση του κλίματος και των χαρακτηριστικών
μιας περιόδου, η οποία μάλιστα οφείλει να συνοδεύεται και από έναν – επιστημονικά επιβεβλημένο –
βαθμό αβεβαιότητας; Η απάντηση που δίνει ο γράφων είναι σαφώς η δεύτερη: Πρώτο μέλημα των
πολιτικών ερευνών πρέπει να είναι η αποτύπωση του γενικότερου κλίματος και η προσεκτική
ανάγνωση και ερμηνεία των ευρημάτων, μέσα στα όρια που οι επιστήμες της Πολιτικής Επιστήμης
και της Στατιστικής το επιτρέπουν. Μακριά δηλαδή από «ψαλίδες» που ανοιγοκλείνουν ανάλογα με
τον καιρό και επίπλαστα δεκαδικά ψηφία που ευνοούν την ανάπτυξη του σκεπτικισμού απέναντι σε
ένα πολύτιμο, για τα ίδια τα κόμματα, τα κύτταρα δηλαδή της Δημοκρατίας, αλλά και τους πολίτες
που αγωνιούν για τα κοινά, εργαλείο: τις πολιτικές έρευνες ανίχνευσης της κοινής γνώμης.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 17/04/2021 

Σχετικά Άρθρα