Οι Έλληνες μένουν σπίτι και δείχνουν ψυχραιμία

 

 

Μένουμε Σπίτι.

Για την πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται ότι είναι εύκολη η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου.

Επιστημονική Ομάδα Ανάλυσης: Μαλβίνα Τσουνάκη, Μαρία Μπαλωτή και Λίνα Καίρη

 

Η έρευνα για τη συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων την εποχή του «μένουμε σπίτι», έδειξε ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε μία ήπια συναισθηματική κατάσταση. Εμφανίζουν συναισθήματα σε μέτρια ένταση, ούτε πολύ έντονα, ούτε πολύ ήπια, δείχνοντας μια υγιή και ανθεκτική στάση απέναντι σε αυτή την κρίση.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, παρατηρείται ψυχραιμία, με ισορροπία στα αρνητικά και στα θετικά συναισθήματα, μια δηλαδή συναισθηματική σταθερότητα όσον αφορά την προσωπική διάθεση. Αυτή η εξισορρόπηση δίνει την αίσθηση ότι «κρατάμε την αναπνοή μας», περιμένοντας «να περάσει η καταιγίδα». Ενδεχομένως, σε αυτή την συναισθηματική ισορροπία να συμβάλλει και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολιτών αισθάνεται ασφαλής, καθώς η πολιτεία έχει δημιουργήσει ένα γερό δίχτυ προστασίας και ένα πλαίσιο ασφάλειας με τους χειρισμούς της.

 

Παρατηρείται μικρή έως μεγάλη αύξηση του χρόνου που περνάει κανείς στα social media (70%). Φαίνεται ότι η φυσική απομόνωση οδηγεί στην δημιουργία μιας διαδικτυακής κοινότητας. Αυτό το εύρημα αναδεικνύει την ανάγκη για ενημέρωση και ψυχαγωγία αλλά πολύ περισσότερο την ανάγκη για σύνδεση με τους άλλους, την αλληλεγγύη με την κοινότητα, έστω και διαδικτυακά αλλά και την ανάγκη για ψυχική ανακούφιση και εκτόνωση.

Για την πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται ότι είναι εύκολη η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Ωστόσο, σημειώνεται προβληματισμός ως προς την μείωση των επιλογών που αφορούν τις δραστηριότητές τους, καθότι η ελευθερία των επιλογών φαίνεται να αναδύεται ως βασική αξία στην ελληνικής κοινωνία του σήμερα.

Επίσης μοιάζει «φυσικό» για την μεγάλη πλειοψηφία να φροντίζει την υγιεινή της, παρά τις αυξημένες απαιτήσεις της τρέχουσας συνθήκης. Το κύριο άγχος που απασχολεί τους συμμετέχοντες είναι να μην αρρωσταίνουν οι ίδιοι αλλά και οι κοντινοί τους άνθρωποι. Η διατήρηση της ζωής, της υγείας, η αλληλεγγύη αλλά και η σύνδεση αναδύονται ως οι βασικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, ενδεχομένως ωθώντας την και την πλειοψηφία να τηρεί τα υφιστάμενα περιοριστικά μέτρα. Με άλλα λόγια, η αγωνία για την προστασία δείχνει να κινητοποιεί την τήρηση των μέτρων.

Όσον αφορά τη ζωή μετά την άρση των μέτρων, οι Έλληνες βιώνουν αυτή τη δύσκολη κατάσταση ως μια «λεπτή ισορροπία». Το 50% των ερωτώμενων πιστεύει ότι η ζωή του θα είναι χειρότερη μετά τον κορωνοϊό και το υπόλοιπο 50% πιστεύει ότι η ζωή του θα είναι καλύτερη ή ίδια μετά την τρέχουσα υγειονομική κρίση. Αυτές οι δύο αντίθετες τάσεις, δηλαδή η συγκρατημένη καταστροφολογία και η συγκρατημένη αισιοδοξία, συνυπάρχουν με την ίδια ένταση μέσα στην ελληνική κοινωνία. Παρατηρείται ενημερότητα των φόβων και μια αίσθηση ότι μπορεί «να έρθουν χειρότερα». Μοιάζει σαν να κρατάμε την αναπνοή μας, αφουγκραζόμενοι μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο φόβο και την ελπίδα. Φαίνεται σαν να ακροβατούμε σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, προσπαθώντας να διατηρήσουμε την ισορροπία μας, χωρίς να πέφτουμε, επιδιώκοντας να βρούμε τη χρυσή τομή, τον καλύτερο τρόπο να δράσουμε.

Σε σχέση με το πώς θα είναι η ζωή συνολικά των Ελλήνων την επόμενη μέρα, η πλειοψηφία (66%) πιστεύει ότι θα είναι χειρότερη για τους άλλους, δείχνοντας έτσι έγνοια, αλληλεγγύη, συμπόνια και ανησυχία για το σύνολο. Όταν οι πολίτες ερωτώνται όμως για το πως θα είναι η δική τους μετά τον κορωνοϊό, οι περισσότεροι νιώθουν αισιοδοξία για τον εαυτό τους. Υπάρχει μια αίσθηση αυτοπεποίθησης, αυτονομίας και παράλληλα συμπόνοιας.

Η έρευνα έδειξε ότι το 56% δεν ήρθε πιο κοντά στον εαυτό του, ενώ το 54% ήρθε πιο κοντά στην οικογένειά του. Ως εκ τούτου, το «μένουμε σπίτι» δεν αύξησε την εσωστρέφεια αλλά αντίθετα η ματιά στράφηκε στους άλλους, προς τα έξω, στους οικείους, στα πρόσωπα με τα οποία συνδεόμαστε. Οι Έλληνες σήμερα φροντίζουμε και φροντιζόμαστε μέσα από τις σχέσεις μας. Εν κατακλείδι, παρατηρείται μια στροφή από έναν εγωκεντρικό, ναρκισσιστικό, απομονωμένο τρόπο ζωής  σε έναν πιο συλλογικό τρόπο, με σύνδεση και αλληλεγγύη που δίνει έμφαση στις κοντινές σχέσεις.

Επίσης, φαίνεται ότι υπάρχει ένας εσωτερικός διάλογος, ένας αναστοχασμός για το τι χρειάζεται να αναθεωρήσουμε στην ζωή μας. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι αναθεωρούν και δεν αναθεωρούν. Δεν υπάρχει καθαρή τάση για αλλαγή αλλά μια αιώρηση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, καθώς το 50% είναι έτοιμο να αναθεωρήσει πράγματα που αφορούν τη ζωή του.

Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν όμως με σαφήνεια την ανάγκη να αναθεωρήσουν πράγματα που αφορούν συνολικά τον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμούν ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν γύρω μας, στον κόσμο, εξωτερικά. Ως εκ τούτου, δείχνουν να αναμένουν περισσότερα από το «πλαίσιο», παρά από τους εαυτούς τους. Παρουσιάζεται δηλαδή μια έκδηλη ανάγκη για κοινωνική αλλαγή.

Τέλος, οι περισσότεροι δεν σχετίζουν κανένα σωματικό σύμπτωμα και πρόβλημα υγείας με τον κορωνοϊό, με την εξαίρεση ενδεχομένως, της διαταραχής του ύπνου τους. Ενδεικτικού τούτου, ότι το 90% δήλωσε πως δεν πάει σε ψυχολόγο με αφορμή την κρίση και με αυτό το αίτημα. Μοιάζει σαν να εκλαμβάνεται από τους πολίτες η ύπαρξη ενός διχτυού κοινωνικής προστασίας σε αντίθεση με την περίοδο της προηγούμενης κρίσης του Μνημονίου.

Σχετικά Άρθρα