Σύντομη Ανάλυση: Το μαύρο πνίγει την πολύχρωμη Βραζιλία

«Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά, με βάση την υποστήριξη που βλέπω στους δρόμους, δεν είμαι διατεθειμένος να δεχτώ άλλο αποτέλεσμα από τη νίκη». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον πρώην λοχαγό Jair Messias Bolsonaro, μεγάλο νικητή του πρώτου γύρου των εθνικών εκλογών της Βραζιλίας, της όγδοης δηλαδή μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Ο Bolsonaro είναι σφοδρός πολέμιος της LGBTQ+ κοινότητας, μισογύνης που δήλωσε πως «δεν θα βίαζε» μια βραζιλιάνα πολιτικό επειδή «δεν το αξίζει», ρατσιστής που έχει αποκαλέσει μαύρους ακτιβιστές «ζώα που πρέπει να επιστρέψουν στον ζωολογικό κήπο», ομοφοβικός που «προτιμά να δει τον γιο του νεκρό, παρά γκέι» καθώς και θερμός υποστηρικτής της βραζιλιάνικης χούντας (1964-1985). Ο επίδοξος νέος πρόεδρος της Βραζιλίας, γεννημένος το 1955 στο Σαο Πάολο έγινε γνωστός μετά το τέλος της δικτατορίας όταν με άρθρα του το 1986, άσκησε κριτική στην μείωση των μισθών των στρατιωτικών. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Βραζιλίας, με το οποίο έως και σήμερα εκλεγόταν σταθερά στο Κογκρέσο, χωρίς ποτέ όμως να κρύψει τις υπερσυντηρητικές του θέσεις που συχνά αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής και εντός του κόμματος. Πώς όμως η πολύχρωμη Βραζιλία του κεντροαριστερού Lula Da Silva, θιασωτή της κοινωνικής αλλαγής σε προοδευτική κατεύθυνση βρίσκεται προ των πυλών σχηματισμού μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης; Τι συνέβη στη χώρα της ανεκτικότητας και της διαφορετικότητας;

Η πολιτική ατζέντα της Βραζιλίας, έπειτα από μια περίοδο σχετικής ευημερίας έχει κυριαρχηθεί από τη δραματικά αυξανόμενη εγκληματικότητα τόσο ως γενική αίσθηση, όσο και ως αντικειμενική, στατιστική πραγματικότητα. Παρά τον αρνητικό αντίκτυπο που είχε η έξαρση της εγκληματικότητας, η Κεντροαριστερά (PT) παρέμεινε κυρίαρχος παίκτης του πολιτικού παιχνιδιού έως και τα μέσα του 2015, λόγω κυρίως της ευρείας αποδοχής του φυσικού (αλλά όχι και θεσμικού πλέον) ηγέτη της κυβέρνησης, Lula. Το πολιτικό σκηνικό γκρίζαρε επικίνδυνα όμως, όταν στελέχη της απερχόμενης κεντροαριστερής κυβέρνησης κατηγορήθηκαν από την Δικαιοσύνη για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και εμπλοκή σε υποθέσεις διαφθοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κεντροαριστερές προεδρίες Lula (2002-2011), καθώς και η διάδοχη με επικεφαλής την μετριοπαθή Rusev (2011-2016) εκλέχθηκαν με ποσοστά που κυμαίνονταν μεταξύ 45-50%, ενώ από τα μέσα του 2015 η αποδοχή της Rusev άγγιξε μονοψήφια ποσοστά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί το χρίσμα του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές του 2018 στον επίσης μετριοπαθή Fernando Haddad, o oποίος ενώ δημοσκοπικά παρουσίασε ποσοστά πολύ υψηλότερα της Rusev δεν κατόρθωσε ποτέ να είναι πραγματικά ανταγωνιστικός του ακροδεξιού Bolsonaro. Ήταν όμως αυτές οι εξελίξεις ικανή συνθήκη ώστε να περάσουν οι Βραζιλιάνοι από μια προοδευτική επιλογή σε μια ακραία συντηρητική, όπως αυτή του Bolsonaro μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων χρόνων;

Η προβλεπόμενη νίκη του ακροδεξιού υποψηφίου την προσεχή Κυριακή ευνοείται και από τέσσερις ακόμα παράγοντες. Πρώτον, από την επικοινωνιακή στρατηγική του Bolsonaro. Η συνεργασία του με την πανίσχυρη στο χώρο του marketing, εταιρία TV Globo μοιάζει καθοριστική. Ενδεικτικό είναι πως κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, η παρουσία του ακροδεξιού ηγέτη στα social media έχει αυξηθεί κατακόρυφα, με την σελίδα του να απαριθμεί πλέον περισσότερα από 5 εκατομμύρια likes, ενώ ένα φανατικό κοινό «θυμωμένων» social media χρηστών, επονομαζόμενων και ως «bolsominions» φροντίζουν να αναπαράγουν και να διαδίδουν τα μηνύματα του επίδοξου προέδρου σε κάθε διαδικτυακή γωνιά. Οι bolsominions έχουν κατ’ επανάληψη κατηγορηθεί για διεξαγωγή πόρτα-πόρτα ψευτό-δημοσκοπήσεων με ερωτήματα που δεν παρουσιάζουν καμία επιστημονική αρτιότητα (π.χ «πιστεύετε ότι για την διαδεδομένη ομοφυλοφιλία στην περιοχή σας ευθύνεται η κυβέρνηση της κεντροαριστεράς;»), με μόνο στόχο την προπαγάνδα.

Δεύτερον, από τη στροφή του Bolsonaro μακριά από την Καθολική Εκκλησία, με την ιδιαίτερη κατά τόπους προοδευτική παράδοση στην Λατινική Αμερική, προς την αντίστοιχη Ευαγγελική που δραστηριοποιείται κυρίαρχα στις «φαβέλες» μάλλον εντάσσεται στην ίδια στρατηγική. Είναι η Ευαγγελική εκκλησία της Βραζιλίας άλλωστε αυτή που πρωτοστάτησε στην καμπάνια «Όχι στην επιστροφή του αριστερού λαικισμού», εξέλιξη ενδεικτική της πολιτικής της τοποθέτησης.

Τρίτον, από την επιτυχή ενεργοποίηση του συναισθήματος του θυμού. Ένα άλλο στοιχείο που φαίνεται να συνέβαλε στην μετατόπιση σημαντικών τμημάτων του εκλογικού σώματος προς την υπερσυντηρητική δεξιά είναι το apolitique χαρακτηριστικό που παίρνει τρομακτικές διαστάσεις παγκοσμίως. Απογοητευμένοι από το «παλιό» ψηφοφόροι, χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον και χαμηλού συχνά μορφωτικού επιπέδου ενεργοποιούνται πάλι πολιτικά μέσω της θυμικής επίκλησης. Φαίνεται πως οι δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες διαβίωσης αποτελούν το κατάλληλο λίπασμα για να φυτρώσει ο θυμός, τον οποίο καλλιεργεί αποτελεσματικά η ακροδεξιά ρητορική του Bolsonaro.

Τέταρτον, από την αδυναμία της Κεντροαριστεράς. Η φυλάκιση του πρώην ηγέτη της κεντροαριστεράς, Lula Da Silva, καθώς και η αμφισβητούμενη από τον ΟΗΕ δικαστική απαγόρευση συμμετοχής του στις προεδρικές εκλογές, στέρησε από την κεντροαριστερά ένα αξιόμαχο αντίπαλο απέναντι στον Bolsonaro. Ενδεικτικό είναι ότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έλαβαν χώρα πριν από την τελεσίδικη απόφαση τον Απρίλιο του 2018 για απαγόρευση συμμετοχής του Lula στις προεδρικές εκλογές, ο τελευταίος προηγούνταν σταθερά του υπερσυντηρητικού του αντιπάλου. H ατυχής, μάλιστα, αντικατάσταση του από έναν μετριοπαθή υποψήφιο, χωρίς ισχυρό έρεισμα στις φτωχές περιοχές της Βραζιλίας, όπως ο Fernando Haddad, φαίνεται να οδήγησε σε διασπορά ψήφων προς άλλα μικρότερα κεντρώα και αριστερά κόμματα.

Είναι βέβαιο πως μια από τις σημαντικότερες για τις διεθνείς εξελίξεις χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη πολιτικά καμπή. O Bolsonaro θεωρείται από όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το αδιαφιλονίκητο φαβορί να κερδίσει και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών απέναντι στον κεντροαριστερό υποψήφιο, Ηaddad, οδηγώντας έτσι στην εξουσία μια από τις πιο ακραίες εκδοχές δεξιού λαϊκισμού που έχει εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη. Ακόμα και αν υπάρξει μια έκπληξη της τελευταίας στιγμής και η Κεντροαριστερά κερδίσει την εκλογική μάχη στο νήμα ή ακόμα και αν επαληθευθούν οι προβλέψεις νίκης του Bolsonarο αλλά τελικά δεν αποδειχθεί τόσο σκληρός, όσο θέλει να δείχνει για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, η ανάγκη αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων αποτην μεριά όσων βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης και μιλάνε στο όνομα κοινωνικών πλειοψηφιών είναι πλέον άμεση.

Σχετικά Άρθρα