Σύντομη Ανάλυση: Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η ελληνική κοινή γνώμη

Η συζήτηση για τη λειτουργία ή όχι ιδιωτικών (ή μη κρατικών) πανεπιστημίων στην Ελλάδα εντάθηκε το 2006, όταν συζητήθηκε η τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Τότε, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικούς φορείς και, κυρίως, το φοιτητικό κίνημα, ενώ τελικά το ΠΑΣΟΚ ανέκρουσε πρύμναν και δεν υποστήριξε την προτεινόμενη από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ μεταρρύθμιση, με αποτέλεσμα αυτή να μην υλοποιηθεί. Παρόλα αυτά, έκτοτε το συγκεκριμένο ζήτημα διατηρεί σταθερά τη θέση του στο δημόσιο διάλογο.

Τα επιχειρήματα υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών ή μη κρατικών πανεπιστημίων αφορούν το δικαίωμα στην επιχειρηματικότητα στο χώρο της τριτοβάθμιας παιδείας και την εγκαθίδρυση και στην Ελλάδα ενός καθεστώτος που ισχύει στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ενώ υποστηρίζεται ότι έτσι θα ανασχεθεί η φυγή νέων ανθρώπων για να σπουδάσουν στο εξωτερικό, καθώς, βέβαια, και η απώλεια των αντίστοιχων χρημάτων για δίδακτρα και λοιπά έξοδα. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων πανεπιστημίων θεωρείται ότι θα ανεβάσει συνολικά το επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αναφέρονται μια σειρά ακόμα επιχειρήματα, όπως, μεταξύ άλλων, η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, η προσέλκυση αξιόλογων φοιτητών και καθηγητών από το εξωτερικό και οι εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης, αλλαγές που, όμως, δεν είναι συνυφασμένες υποχρεωτικά με το νομικό καθεστώς λειτουργίας των πανεπιστημίων και αφορούν εξίσου και τα δημόσια πανεπιστήμια.

Από την άλλη πλευρά, τα βασικά επιχειρήματα εναντίον της ίδρυσης ιδιωτικών ή μη κρατικών πανεπιστημίων είναι ότι κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει την καθολικότητα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και θα οδηγήσει τελικά στην υποβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων. Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι στα ιδιωτικά ή μη κρατικά ιδρύματα δεν θα διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή και ερευνητική ελευθερία, ενώ τα θεραπευόμενα επιστημονικά πεδία και τα ερευνητικά προγράμματα θα είναι καθοριζόμενα από τους νόμους της αγοράς, με αποτέλεσμα αντικείμενα με μεγάλη σημασία, αλλά μικρή σύνδεση με την αγορά, όπως π.χ. η φιλοσοφία, να μην προσφέρονται και, σταδιακά, να παρακμάσουν.

Στην έρευνα της Prorata, τον Δεκέμβριο του 2016, στο σχετικό ερώτημα οι ερωτώμενοι καλούνταν να δηλώσουν τη συμφωνία ή τη διαφωνία τους με την πρόταση «Πρέπει να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα». Η πρόταση, δηλαδή, παρείχε το πιο απόλυτο από τα ενδεχόμενα, χωρίς την ύπαρξη των περισσότερο ασαφών όρων «μη κρατικό» ή «μη κερδοσκοπικό» που συχνά έχουν ακουστεί στο δημόσιο λόγο. Παρόλη, όμως, την απόλυτη διατύπωση της πρότασης, το ποσοστό συμφωνίας[1] μαζί της ανέρχεται στο 61% και το ποσοστό διαφωνίας στο 25%, με 14% των ερωτώμενων είτε να δηλώνουν μια ουδέτερη στάση, είτε να μην απαντούν στην ερώτηση.

Η συμφωνία με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι πλειοψηφική σε όλες τις κοινωνικοδημογραφικές κατηγορίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό συμφωνίας καταγράφεται, εύλογα, μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων και αυτοαπασχολούμενων, με 75%. Φαίνεται, επίσης, ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο –ενδεχομένως και η συνακόλουθη εμπειρία από το δημόσιο πανεπιστήμιο– διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τη διαφοροποίηση των στάσεων απέναντι στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, καθώς το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό συμφωνίας (69%) καταγράφεται μεταξύ όσων έχουν τουλάχιστον πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό διαφωνίας μεταξύ όσων ερωτώμενων έχουν ολοκληρώσει το πολύ έως και το δημοτικό σχολείο (36%). Ακολουθούν, σε ποσοστό διαφωνίας, οι νέοι 18-24 ετών (34%), κοινωνική ομάδα που κατεξοχήν θα αφορούσε μια τέτοια μεταρρύθμιση, καθώς και οι άνεργοι (33%), οι οποίοι προφανώς αντιλαμβάνονται τις οικονομικές δυσκολίες πρόσβασης σε ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Σε πολιτικό επίπεδο, το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων επιδεικνύει συνάφεια με τα θέματα των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων υπό προϋποθέσεις και της ελάφρυνσης της φορολογίας των επιχειρήσεων: το 67% όσων συμφωνούν με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και το 64% όσων συμφωνούν με την ελάφρυνση της φορολογίας των επιχειρήσεων συμφωνούν και με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη μιας εσωτερικά συνεπούς διάστασης σχετικά με τον περισσότερο ή λιγότερο ενισχυμένο ρόλο του κράτους σε διάφορους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Παράλληλα, ενδεικτικό της ευρείας απήχησης της συμφωνίας με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι ότι ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου 2015, η απόλυτη πλειοψηφία (51%) δηλώνει ότι συμφωνεί με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ενώ το 28% ότι διαφωνεί. Μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ, η διαφορά εκτοξεύεται, με 81% ποσοστό συμφωνίας και 14% ποσοστό διαφωνίας. Αναφορικά με τους ψηφοφόρους των υπόλοιπων κομμάτων οι βάσεις αναφοράς είναι σχετικά μικρές και τα ποσοστά είναι ενδεικτικά, με τη συμφωνία να είναι απόλυτα πλειοψηφική μεταξύ των ψηφοφόρων του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατική Συμπαράταξη, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Ένωσης Κεντρώων και μειοψηφική μεταξύ των ψηφοφόρων του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής. Όπως συνάγεται από τα παρατιθέμενα στοιχεία, το συγκεκριμένο θέμα έχει και ιδεολογικό περιεχόμενο, το οποίο συνοψίζεται από το γεγονός ότι οι ερωτώμενοι που συμφωνούν με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων τοποθετούνται δεξιά του Κέντρου με μέση τιμή αυτοτοποθέτησης 5,7 στην εντεκαβάθμια κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς, όπου το 0 είναι το ακραίο αριστερό σημείο και το 10 το ακραίο δεξιό σημείο, ενώ η μέση αυτοτοποθέτηση όσων διαφωνούν βρίσκεται αριστερά του Κέντρου, με 4,5.

Το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών ή μη κρατικών πανεπιστημίων είναι σημαντικό και πολυσύνθετο και η σταθερή διερεύνησή του στις δημοσκοπήσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αποτύπωση της εξέλιξης της γενικής τάσης της κοινής γνώμης, η οποία καταγράφεται σήμερα ξεκάθαρα θετική απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρόλα αυτά, η συνθετότητα του θέματος καθιστά μεγάλη την ανάγκη διεξαγωγής ενός εξειδικευμένου ερευνητικού προγράμματος, το οποίο θα διερευνούσε τις στάσεις της κοινής γνώμης πάνω σε συγκεκριμένες πιθανές παραμέτρους μιας τέτοιας μεταρρύθμισης. Για παράδειγμα, με δεδομένο το γεγονός ότι σε καμία χώρα της ΕΕ δεν υπάρχει αμιγώς ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, από την άποψη ότι παντού, ακόμα και στις ακολουθούσες σκληρά νεοφιλελεύθερα προγράμματα Εσθονία και Ουγγαρία, υπάρχει κρατική επιχορήγηση είτε προς τα μη κρατικά πανεπιστήμια, είτε προς τους φοιτητές για τα δίδακτρά τους είτε, συχνά, και προς τις δύο πλευρές, θα είχε ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε τη στάση των πολιτών όταν τους τεθεί το ενδεχόμενο η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση να επιβαρύνει, έστω και λίγο, τον κρατικό προϋπολογισμό, εις βάρος, κατά πάσα πιθανότητα, της χρηματοδότησης των δημόσιων πανεπιστημίων. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι εύλογη η υπόθεση ότι η φαινομενικά εσωτερικά συνεπής διάσταση που καταγράφεται στην κοινή γνώμη περί του ρόλου του κράτους θα διαρραγεί μπροστά στην πιθανότητα να θεσμοθετηθεί στη χώρα μας ακόμα μια περίπτωση κρατικοδίαιτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Από την άλλη, η ευρεία συμφωνία με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, η οποία μάλιστα είναι ενισχυμένη μεταξύ των αποφοίτων των δημόσιων ΑΕΙ/ΤΕΙ, ερμηνεύεται και ως μια ευθεία κριτική εναντίον του δημόσιου πανεπιστημίου και καταδεικνύει την ανάγκη μεγαλύτερης διερεύνησης των σοβαρών αντιλαμβανόμενων ανεπαρκειών του, αλλά και των σύγχρονων απαιτήσεων από αυτό, ως ενός θεσμού που διασφαλίζει την καθολική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αμβλύνοντας τις ανισότητες, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης.

[1] Όπου αναφέρονται οι όροι «Συμφωνία» ή «Διαφωνία» εννοείται αντίστοιχα η άθροιση των απαντήσεων Συμφωνώ απόλυτα/Συμφωνώ και Διαφωνώ απόλυτα/Διαφωνώ.

Σχετικά Άρθρα